- αιματόξυλο(ν)
- το кампешевое дерево
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιματόξυλο ή καμπεχιανό ξύλο — Κεντρικό μέρος του κορμού από το δέντρο της Κεντρικής Αμερικής και των Αντιλλών α. το καμπεχιανό (οικογένεια ελλοβοκάρπων, δικοτυλήδονα), από το οποίο παρασκευάζεται η αιματοξυλίνη. Η ουσία αυτή χρησιμεύει για το βάψιμο επιστημονικών… … Dictionary of Greek
μπακάμι — και μπαχάμι, το δένδρο τού οποίου το ξύλο χρησιμοποιείται στη βαφική για την παραγωγή τού κόκκινου χρώματος, αλλά και στην ιατρική, το αιματόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakkam] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek